To ιερό της Ολυμπίας άνθησε από τον 10ο αιώνα π.Χ. έως το 426 μ.Χ., όταν ο αυτοκράτορας Θεοδόσιος Β’ κατάργησε όλα τα αρχαία ιερά.
Λειτούργησε ως μεγάλο θρησκευτικό, πνευματικό και αθλητικό κέντρο και υπήρξε πόλος έλξης του ελληνισμού και ο δεσμός της κυρίως Ελλάδας και των αποικιών της Μεσογείου και του Εύξεινου Πόντου.
Ο ιερός χώρος της Ολυμπίας, η Άλτης, άρχισε να διαμορφώνεται κατά τον 10ο-9ο αιώνα π.Χ. και ήταν αφιερωμένος κυρίως στον Δία. Κατά την αρχαϊκή περίοδο [7ος-6ος αιώνας π.Χ.] χτίζονται τα πρώτα μνημεία και σιγά-σιγά προστίθενται και οικοδομήματα για να εξυπηρετήσουν τις συνεχώς αυξανόμενες ανάγκες του ιερού.
Στα τέλη του 4ου π.Χ. αιώνα, ο χώρος αποκτά την οριστική διάρθρωσή ου. Στους ελληνιστικούς και ρωμαϊκούς χρόνους θα υποστεί κάποιες τροποποιήσεις που επέβαλλαν οι συνθήκες της εποχής.
Οι αγώνες, που τελούνταν στο χώρο ήδη από τους προϊστορικούς χρόνους, αναδιοργανώνονται από τον 8ο αιώνα π.Χ. από τον βασιλιά της Ηλιδας, Ιφιτο, τον Κλεισθένη της Πίσσας και τον Λυκούργο της Σπάρτης οι οποίοι θέσπισαν και την ιερή εκεχειρία. Οι Ολυμπιακοί Αγώνες, τα Ολύμπια, τελούνταν από τότε κάθε τέσσερα χρόνια και απέκτησαν πανελλήνιο χαρακτήρα. Οι αθλητές που έπαιρναν μέρος στους αγώνες έπρεπε να είναι γνήσιοι Έλληνες και ελεύθεροι πολίτες. Οι γυναίκες δεν επιτρεπόταν να παρακολουθούν τους αγώνες.
Οι νικητές των αγώνων στεφανώνονταν με τον «κότινο», δηλαδή κλαδί από την «καλλιστέφανο ελαία» που βρισκόταν κοντά στο ναό του θεού Δία. Το στεφάνι αποτελούσε την μεγαλύτερη τιμή για τον αγωνιζόμενο, την οικογένειά του και την γενέτειρα πόλη του και δεν αντισταθμιζόταν ούτε με χρήματα ούτε με διάφορα αξιώματα.
Με την απαγόρευση των ειδωλολατρικών θρησκειών καταργήθηκε ο θεσμός των Ολυμπιακών Αγώνων που γνώρισε δώδεκα αιώνες ακμής και λάμπρυνε την ιστορία του αθλητισμού.